Ο προϋπολογισμός κρύβει πίσω του, τη συμπύκνωση της πολιτικής της εκάστοτε Δημοτικής Αρχής, είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την εκτίμηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο Δήμος. Πρόκειται για την πιο σημαντική απόφαση την οποία παίρνει το Δημοτικό Συμβούλιο.
Για εμάς όμως κριτήριο του προϋπολογισμού είναι η γενικότερη κατάσταση μέσα στην οποία ζει ο λαός μας και κατά πόσο αυτός έρχεται να καλύψει ή έστω προσπαθεί να καλύψει, τις ανάγκες που σήμερα έχουμε. Μέσα σε μια περίοδο λοιπόν παρατεταμένης ακρίβειας σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, ενεργειακής φτώχειας και με την προοπτική μιας νέας οικονομικής κρίσης, καλούμαστε να αποφασίσουμε για τον πολιτικοοικονομικό «μπούσουλα» του Δήμου.
Από πολιτικής άποψης, λοιπόν, αυτός ο προϋπολογισμός είναι ένας ακόμα προϋπολογισμός αναδιανομής της οικονομικής μιζέριας και της προβληματικής λειτουργίας του Δήμου, που δεν εδράζεται στην ατομική ή συλλογική ικανότητα των προσώπων που απαρτίζουν την Δημοτική Αρχή, αλλά στην πολιτική κατεύθυνση που ακολουθούν διαχρονικά όλες οι δημοτικές αρχές και η σημερινή μαζί.
Οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι, η κρατική χρηματοδότηση δηλαδή, παραμένουν στα ίδια επίπεδα με τα προηγούμενα έτη, πολύ πίσω από τις ανάγκες. Επιπλέον, οι ΚΑΠ μας μειώθηκαν ακόμη περισσότερο λόγω της αναγκαστικής είσπραξης του τέλους ταφής 2022 και α’ εξαμήνου 2023, από το κεντρικό κράτος. Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι πως αυτό το αναγκαστικό κούρεμα της κρατικής χρηματοδότησης, χρημάτων δηλαδή που θα έπρεπε να αποδοθούν στους δήμους, παρουσιάστηκε από το ΔΣ του ΦΟΔΣΑ ΑΕ, ως μείωση εισφορών προς τους δήμους!
Μίζερος προϋπολογισμός λοιπόν, γιατί; Αφού, φαίνεται πως μπροστά μας έχουμε έναν προϋπολογισμό των 36.000.000€, σχεδόν. Όμως ποια είναι η πραγματική εικόνα;
Από αυτά τα χρήματα, ένα ποσοστό της τάξης του μόλις 20%, περίπου, είναι αυτό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το Δήμο για δικές του δράσεις.
Με αυτά λοιπόν, φτάσαμε να μιλάμε για έναν προϋπολογισμό που τα τακτικά έσοδα του Δήμου ίσα που φτάνουν για την κάλυψη της μισθοδοσίας εργαζομένων και αιρετών, ενώ το 45% των τακτικών του εσόδων είναι ίδια τέλη, δηλαδή χρήματα που προκύπτουν από τη φορολόγηση των δημοτών και των κατοίκων.
Εν συνεχεία έχουμε το μεγάλο χρηματικό υπόλοιπο. Η ύπαρξη του και μόνο είναι πρόβλημα. Ο Δήμος δεν είναι ιδιώτης να έχει «κουμπαρά», τα χρήματα αυτά θα πρέπει να γυρίζουν στο δημότη, στον κάτοικο ως έργα και υπηρεσίες και όχι να «κάθονται», εδώ και χρόνια. Το γεγονός αυτό, υπονοεί την αδυναμία υλοποίησης έργων.
Τα ανείσπρακτα των προηγουμένων οικονομικών ετών, παραμένουν στα ίδια επίπεδα, κάτι που καταδεικνύει δυο πράγματα:
Α) Υπάρχει μια μερίδα του κόσμου που αδυνατεί να πληρώσει
Β) λόγω της υποστελέχωσης, ο Δήμος αδυνατεί να εισπράξει.
Εδώ να σημειώσουμε μια λεπτομέρεια που δεν φαίνεται στον προϋπολογισμό: ο μεγαλύτερος οφειλέτης στο Δήμο, είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ακριβώς λόγω των χρημάτων των ΚΑΠ που δεν έχει αποδώσει όλα αυτά τα χρόνια.
Μιλώντας για υποστελέχωση. Σε ένα Δήμο που όλοι, από τους ορκωτούς λογιστές, μέχρι πρώην και νυν αντιδημάρχους παραδέχονται πως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η υποστελέχωση και πως ο Δήμος λειτουργεί «στα όρια του», ο «μαρτυριάρης» προϋπολογισμός, μας λέει πως η υποστελέχωση των υπηρεσιών θα παραμείνει και φέτος. Οι όποιες αυξήσεις στη μισθοδοσία των μόνιμων υπαλλήλων δεν οφείλονται σε νέες προσλήψεις, αλλά στις αυξήσεις που ισχύουν στους μισθούς των Δημοσίων Υπαλλήλων από τον Γενάρη του 2024. Αυτή η κατάσταση προκαλεί ασφυξία στις Υπηρεσίες του Δήμου και αποτυπώνεται και στον προϋπολογισμό.
Οι Υπηρεσίες Πολιτισμού, Αθλητισμού και Κοινωνικής Πολιτικής έχουν υλοποιήσει το 65% των προβλεπόμενων εξόδων τους, ενώ οι Υπηρεσίες Τεχνικών Έργων έχουν υλοποιήσει μόλις το 33%(!).
Επιπλέον, όσον αφορά στην υλοποίηση έργων και την απορρόφηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Η Υπηρεσία Κοινωνικής Πολιτικής έχει υλοποιήσει μόλις το 26% των προϋπολογισμένων έργων, η Υπηρεσία Τεχνικών Έργων, Πρασίνου και Πολεοδομίας έχει υλοποιήσει μόλις το 12% και τέλος η Υπηρεσία Καθαριότητας και Ηλεκτροφωτισμού, με σημαντικά έργα όπως η αγορά νέων απορριμματοφόρων, υπογειοποίηση του δικτύου και η επέκταση του ΧΥΤΑ, υλοποίησε 0,3% των έργων…
Συμπερασματικά λοιπόν, αυτή η πολιτική της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση τομέων και υπηρεσιών, στις ΣΔΙΤ, στην αύξηση των ανταποδοτικών, με αποτέλεσμα να πληρώνουμε ξανά, αφού έχουμε πληρώσει μέσω της κεντρικής φορολογίας, για υπηρεσίες υποδεέστερες των αναγκών.
Μετά από όλα αυτά, η καταψήφιση του προϋπολογισμού από τη Λαϊκή Συσπείρωση είναι δεδομένη. Το ζητούμενο είναι η διεκδίκηση από το κεντρικό κράτος πόρων, έργων, μόνιμου προσωπικού κόντρα στην φορομπηξία για την ουσιαστική κάλυψη των αναγκών μας.
Comments